légèrement [leʒɛʀmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
2. légèrement ευφημ (vraiment):
- légèrement
-
3. légèrement (avec des choses légères):
- légèrement
-
- s'habiller légèrement
-
4. légèrement (avec grâce, délicatement):
6. légèrement (sans réfléchir):
- légèrement
-
- légèrement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.