ex <πλ ex> [ɛks] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ
- ex
-
- ex
- Ex αρσ θηλ οικ
ex, ex. [ɛks]
ex συντομογραφία: exemple
- ex
- Bsp.
exemple [ɛgzɑ͂pl] ΟΥΣ αρσ
1. exemple (modèle):
2. exemple (illustration):
I. ex æquo [ɛgzeko] ΕΠΊΘ αμετάβλ
ex-champion(ne) <ex-champions> [ɛksʃɑ͂pjɔ͂, jɔn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
ex-chancelier (-ière) <ex-chanceliers, -ières> [ɛksʃɑ͂səlje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- ex-chancelier (-ière)
-
- ex-chancelier (-ière)
-
ex-ministre <ex-ministres> [ɛksministʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
- ex-ministre
-
ex æquo
- ex æquo
-
exvotoNO <exvotos> [ɛksvɔto], ex-votoOT ΟΥΣ αρσ
-
- Votivtafel θηλ
ex abrupto ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.