Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. voyag|eur (voyageuse) [vwajaʒœʀ, øz] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
II. voyag|eur (voyageuse) [vwajaʒœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. voyageur (passager):
III. voyag|eur (voyageuse) [vwajaʒœʀ, øz]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.