Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
surenchère [syʀɑ̃ʃɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. surenchère (enchère supérieure):
2. surenchère (exagération):
- surenchère
-
στο λεξικό PONS
surenchère [syʀɑ̃ʃɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. surenchère (exagération):
2. surenchère ΕΜΠΌΡ:
- surenchère
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.