Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. réfractaire [ʀefʀaktɛʀ] ΕΠΊΘ
1. réfractaire:
2. réfractaire (résistant à la chaleur):
3. réfractaire ΙΣΤΟΡΊΑ:
- réfractaire prêtre
-
- réfractaire conscrit
-
II. réfractaire [ʀefʀaktɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. réfractaire (opposant):
στο λεξικό PONS
I. réfractaire [ʀefʀaktɛʀ] ΕΠΊΘ
1. réfractaire:
2. réfractaire (rebelle):
- réfractaire conscrit
-
- réfractaire maladie
-
I. réfractaire [ʀefʀaktɛʀ] ΕΠΊΘ (rebelle)
- réfractaire conscrit
-
- réfractaire maladie
-
- unresponsive illness, infection
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.