Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. enrichi (enrichie) [ɑ̃ʀiʃi] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
enrichi → enrichir
II. enrichi (enrichie) [ɑ̃ʀiʃi] ΕΠΊΘ
I. enrichir [ɑ̃ʀiʃiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. enrichir (augmenter):
II. s'enrichir ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'enrichir personne:
2. s'enrichir collection, langue, expérience, connaissances:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.