στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 steadfast [βρετ ˈstɛdfɑːst, αμερικ ˈstɛdˌfæst] ΕΠΊΘ
-  steadfast friend
-  
-  steadfast supporter
-  
-  steadfast determination
-  
-  steadfast belief
-  
-  steadfast refusal
-  
-  steadfast gaze
-  
στο λεξικό PONS
steadfast ΕΠΊΘ
-  steadfast (belief)
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 