στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
cenobitic, coenobitic [βρετ siːnəˈbɪtɪk, αμερικ ˌsɛnəˈbɪtɪk] ΕΠΊΘ
Jacobitical [βρετ dʒakəˈbɪtɪk(ə)l, αμερικ ˌdʒækəˈbɪdək(ə)l] ΕΠΊΘ ΙΣΤΟΡΊΑ
apolitical [βρετ eɪpəˈlɪtɪk(ə)l, αμερικ ˌeɪpəˈlɪdək(ə)l] ΕΠΊΘ
self-critical [βρετ, αμερικ ˈˌsɛlf ˈkrɪdəkəl] ΕΠΊΘ
eremitical [βρετ ɛrɪˈmɪtɪk(ə)l, αμερικ ˌɛrəˈmɪdək(ə)l] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
self-critical ΕΠΊΘ
critical [ˈkrɪ·t̬ɪ·kl] ΕΠΊΘ
1. critical (disapproving):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- enlisted man
- enlistment
- enliven
- en masse
- enmesh
- enobitical
- Enoch
- enol
- enologist
- enology
- enophthalmos