στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
eligible [βρετ ˈɛlɪdʒɪb(ə)l, αμερικ ˈɛlədʒəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. eligible (qualifying):
στο λεξικό PONS
eligible [ˈe·lɪ·dʒə·bl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- elf
- elfin
- elfish
- Elfrida
- Eli
- eligible
- Elijah
- eliminable
- eliminate
- elimination
- eliminative