στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. coloured, colored [βρετ ˈkʌləd, αμερικ ˈkələrd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
coloured → colour III, IV
II. coloured, colored [βρετ ˈkʌləd, αμερικ ˈkələrd] ΕΠΊΘ
III. -coloured ΣΎΝΘ
IV. coloured, colored [βρετ ˈkʌləd, αμερικ ˈkələrd] ΟΥΣ παρωχ, προσβλ
V. coloureds ΟΥΣ
coloureds npl (laundry):
- “wash coloureds separately”
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.