I. storto [ˈstɔrto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
storto → storcere
II. storto [ˈstɔrto] ΕΠΊΘ
1. storto (non dritto):
III. storto [ˈstɔrto] ΕΠΊΡΡ
I. storcere [ˈstɔrtʃere] ΡΉΜΑ μεταβ (torcere)
II. storcersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- bandshell
- bandsman
- bandspectrum
- bandstand
- band together
- bandy-legged
- bane
- baneberry
- baneful
- banefully
- bang