στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. attendant [βρετ əˈtɛnd(ə)nt, αμερικ əˈtɛndənt] ΕΠΊΘ τυπικ
II. attendant [βρετ əˈtɛnd(ə)nt, αμερικ əˈtɛndənt] ΟΥΣ
1. attendant:
2. attendant (for bride etc.):
cloakroom attendant [ˈkləʊkrʊməˌtendənt] ΟΥΣ
-
- inserviente αρσ θηλ
parking attendant [ˈpɑːkɪŋəˌtendənt] ΟΥΣ
care attendant [ˈkeə(r)əˌtendənt] ΟΥΣ βρετ
στο λεξικό PONS
I. attendant [ə·ˈten·dənt] ΟΥΣ
2. attendant (servant):
-
- assistente αρσ θηλ
parking attendant ΟΥΣ
flight attendant ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.