στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
mountain [βρετ ˈmaʊntɪn, αμερικ ˈmaʊnt(ə)n] ΟΥΣ
1. mountain (large hill):
2. mountain (large quantity):
I. rocky [βρετ ˈrɒki, αμερικ ˈrɑki] ΕΠΊΘ (covered in rocks)
στο λεξικό PONS
rocky2 <-ier, -iest> [ˈrɑ:·ki] ΕΠΊΘ (unstable)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rock pool
- rock rabbit
- rock rose
- rock salmon
- rock salt
- Rocky Mountains
- Rocky Mountain spotted fever
- rococo
- rod
- rode
- rodent