Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mountain [βρετ ˈmaʊntɪn, αμερικ ˈmaʊnt(ə)n] ΟΥΣ
1. mountain (large hill):
2. mountain (large quantity):
rocky [βρετ ˈrɒki, αμερικ ˈrɑki] ΕΠΊΘ
1. rocky (covered in rocks):
στο λεξικό PONS
rocky2 <-ier, -iest> [ˈrɒkɪ, αμερικ ˈrɑ:kɪ] ΕΠΊΘ
2. rocky οικ (doomed):
rocky2 <-ier, -iest> [ˈra·ki] ΕΠΊΘ
2. rocky οικ (doomed):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rock painting
- rock plant
- rock pool
- rock rose
- rock salmon
- Rocky Mountains
- Rocky Mountain spotted fever
- rococo
- rod
- rode
- rodent