Oxford Spanish Dictionary
I. worthy <worthier, worthiest> [αμερικ ˈwərði, βρετ ˈwəːði] ΕΠΊΘ
1.1. worthy (appropriate, equal):
1.2. worthy (deserving):
στο λεξικό PONS
I. worthy [ˈwɜ:ði, αμερικ ˈwɜ:r-] -ier, -iest -ies ΕΠΊΘ
I. worthy <-ier, -iest> [ˈwɜr·ði] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.