Oxford Spanish Dictionary
setting [αμερικ ˈsɛdɪŋ, βρετ ˈsɛtɪŋ] ΟΥΣ
stern1 <sterner sternest> ΕΠΊΘ
1. stern (harsh):
I. configurar ΡΉΜΑ μεταβ
I. circunscribir ΡΉΜΑ μεταβ
II. circunscribirse ΡΉΜΑ vpr τυπικ
1. circunscribirse (ceñirse):
2. circunscribirse problema/competencia:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.