Oxford Spanish Dictionary
I. assistant [αμερικ əˈsɪstənt, βρετ əˈsɪst(ə)nt] ΟΥΣ
1. assistant (in shop):
2. assistant (subordinate, helper):
I. personal [αμερικ ˈpərs(ə)n(ə)l, βρετ ˈpəːs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. personal (own):
1.2. personal (private):
1.3. personal (individual):
2.2. personal (physical):
στο λεξικό PONS
personal [ˈpɜ:sənəl, αμερικ ˈpɜ:r-] ΕΠΊΘ
3. personal (private):
4. personal (offensive):
personal [ˈpɜr·sə·nəl] ΕΠΊΘ
3. personal (private):
4. personal (offensive):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.