Oxford Spanish Dictionary
offense, offence βρετ [αμερικ əˈfɛns, βρετ əˈfɛns] ΟΥΣ
1. offense C:
2.1. offense (cause of outrage):
2.2. offense U (resentment, displeasure):
3.1. offense αμερικ U (attack):
statutory offense ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
offense [əˈfens] ΟΥΣ αμερικ
offense → offence
offence [əˈfents] ΟΥΣ
offense [ə·ˈfens] ΟΥΣ
parking offense ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.