Oxford Spanish Dictionary
I. offensive [αμερικ əˈfɛnsɪv, βρετ əˈfɛnsɪv] ΕΠΊΘ
1.1. offensive remark/language/gesture:
1.2. offensive sight/smell:
2.1. offensive strategy:
weapon [αμερικ ˈwɛpən, βρετ ˈwɛp(ə)n] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. offensive [əˈfensɪv] ΕΠΊΘ
I. offensive [ə·ˈfen·sɪv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- offcut
- off day
- off-duty
- offence
- offend
- offensive weapon
- offer
- offer document
- offering
- offer price
- offertory