Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. offensive [βρετ əˈfɛnsɪv, αμερικ əˈfɛnsɪv] ΟΥΣ
1. offensive:
2. offensive:
II. offensive [βρετ əˈfɛnsɪv, αμερικ əˈfɛnsɪv] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. offensive [əˈfensɪv] ΕΠΊΘ
I. offensive [ə·ˈfen(t)·sɪv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- off colour
- offcuts
- off day
- offence
- offend
- offensive weapon
- offer
- offeree
- offering
- offeror
- offer price