Oxford Spanish Dictionary
forgave [αμερικ fərˈɡeɪv, βρετ fəˈɡeɪv] past forgive
forgive <παρελθ forgave, μετ παρακειμ forgiven> [αμερικ fərˈɡɪv, βρετ fəˈɡɪv] ΡΉΜΑ μεταβ
forgive person/insult:
forgive <παρελθ forgave, μετ παρακειμ forgiven> [αμερικ fərˈɡɪv, βρετ fəˈɡɪv] ΡΉΜΑ μεταβ
forgive person/insult:
στο λεξικό PONS
forgave [fəˈgeɪv, αμερικ fɚ-] ΟΥΣ
forgave παρελθ: forgive
I. forgive [fəˈgɪv, αμερικ fɚ-] ΡΉΜΑ μεταβ forgave, forgiven
1. forgive (pardon):
I. forgive [fəˈgɪv, αμερικ fɚ-] ΡΉΜΑ μεταβ forgave, forgiven
1. forgive (pardon):
forgave [fər·ˈgeɪv] ΟΥΣ
forgave παρελθ: forgive
I. forgive <forgave, forgiven> [fər·ˈgɪv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forgive (pardon):
I. forgive <forgave, forgiven> [fər·ˈgɪv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forgive (pardon):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.