Oxford Spanish Dictionary
agony column ΟΥΣ βρετ οικ
column [αμερικ ˈkɑləm, βρετ ˈkɒləm] ΟΥΣ
1. column ΑΡΧΙΤ:
2. column (on grid, chart, screen):
3. column:
agony <pl agonies> [αμερικ ˈæɡəni, βρετ ˈaɡəni] ΟΥΣ U or C
1. agony (pain):
2. agony (anxiety):
στο λεξικό PONS
agony column ΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- agnostic
- agnosticism
- ago
- agog
- agonize
- agony column
- agony uncle
- agoraphobia
- agoraphobic
- agouti
- AGR