stout2 [staʊt] ΕΠΊΘ
2. stout (stocky):
- stout
-
- stout
-
3. stout (thick and strong):
4. stout (determined, brave):
- stout person
-
- stout person
-
- stout heart, defence, opposition
-
- stout heart, defence, opposition
-
- stout denial, belief, refusal
-
- stout support
-
- stout resistance
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.