στο λεξικό PONS
sex·ual ˈhar·ass·ment ΟΥΣ no pl




har·ass·ment [ˈhærəsmənt, αμερικ esp həˈræs-] ΟΥΣ no pl
1. harassment:
2. harassment ΣΤΡΑΤ (attack):
sex·ual [ˈsekʃʊəl, αμερικ -ʃuəl] ΕΠΊΘ
1. sexual (referring to gender):
2. sexual (erotic):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sexton
- sextortion
- sex tourism
- sextuplet
- sexual
- sexual harassment
- sexual hygiene
- sexual intercourse
- sexuality
- sexually
- sexually mature