στο λεξικό PONS
area [ˈeəriə, αμερικ ˈeri-] ΟΥΣ
1. area (region):
2. area ΑΝΑΤ:
3. area ΕΜΠΌΡ:
4. area (subject field):
5. area (surface measure):
I. pe·des·trian [pɪˈdestriən] ΟΥΣ
II. pe·des·trian [pɪˈdestriən] ΟΥΣ modifier
pedestrian (bridge, tunnel, underpass):
III. pe·des·trian [pɪˈdestriən] ΕΠΊΘ αμετάβλ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
pedestrian area ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.