στο λεξικό PONS
I. mar·gin·al [ˈmɑ:ʤɪnəl, αμερικ ˈmɑ:r-] ΕΠΊΘ
1. marginal (slight):
2. marginal (insignificant):
3. marginal βρετ, αυστραλ ΠΟΛΙΤ:
4. marginal (in margin):
5. marginal (on borderline):
II. mar·gin·al [ˈmɑ:ʤɪnəl, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ ΠΟΛΙΤ
rev·enue [ˈrevənju:, αμερικ esp -vənu:] ΟΥΣ
1. revenue no pl (income):
2. revenue no pl (of a state):
3. revenue (instances of income):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
marginal revenue ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
marginal ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
marginal [ˈmɑːdʒɪnl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.