στο λεξικό PONS
I. mar·gin·al [ˈmɑ:ʤɪnəl, αμερικ ˈmɑ:r-] ΕΠΊΘ
1. marginal (slight):
2. marginal (insignificant):
3. marginal βρετ, αυστραλ ΠΟΛΙΤ:
4. marginal (in margin):
5. marginal (on borderline):
II. mar·gin·al [ˈmɑ:ʤɪnəl, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ ΠΟΛΙΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
marginal ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
marginal placentation [ˈmɑːdʒɪnlˌplæsnˈteɪʃn]
placentation [ˌplæsnˈteɪʃn] ΟΥΣ
-
- Plazentation (Art und Ort der Anlagerung der Samenanlage an das Fruchtblatt)
marginal [ˈmɑːdʒɪnl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.