I. lit·er·al [ˈlɪtərəl, αμερικ -t̬ɚ-] ΕΠΊΘ
II. lit·er·al [ˈlɪtərəl, αμερικ -t̬ɚ-] ΟΥΣ
1. literal βρετ ΤΥΠΟΓΡ:
- literal
-
2. literal (computer instruction):
- literal
- Literal αρσ o ουδ <-s, -e>
- literal interpretation
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.