Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
literal [βρετ ˈlɪt(ə)r(ə)l, αμερικ ˈlɪdərəl, ˈlɪtrəl] ΕΠΊΘ
1. literal meaning, sense, use of word, truth:
- literal
-
3. literal depiction, performance, adaptation (gen):
- literal
-
- literal μειωτ
-
4. literal (actual, real):
- literal
-
5. literal μειωτ → literal-minded
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.