στο λεξικό PONS
safe·ˈkeep·ing ΟΥΣ no pl
I. in·di·vid·ual [ˌɪndɪˈvɪʤuəl] ΟΥΣ
1. individual (single person):
2. individual επιβεβαιωτ (distinctive person):
II. in·di·vid·ual [ˌɪndɪˈvɪʤuəl] ΕΠΊΘ
1. individual προσδιορ, αμετάβλ (separate):
2. individual (particular):
3. individual (distinctive, original):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
individual safekeeping ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
individual ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Person θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
individual
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.