στο λεξικό PONS
 
 ˈin-kind ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
-  in-kind contribution ΧΡΗΜΑΤΟΠ
 -  
 
 
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 Sacheinlage ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
 
 in-kind contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
payment in kind ΟΥΣ handel
-  
 -  Sachleistung θηλ
 
transfer in kind ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
dividend in kind ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
contribution in kind ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
payment in kind ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-  
 -  Naturallohn αρσ
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.