στο λεξικό PONS
hold·ing [ˈhəʊldɪŋ, αμερικ ˈhoʊld-] ΟΥΣ
1. holding (tenure):
2. holding usu pl (stocks):
port·fo·lio [ˌpɔ:tˈfəʊliəʊ, αμερικ ˌpɔ:rtˈfoʊlioʊ] ΟΥΣ
1. portfolio (case):
2. portfolio (of drawings, designs):
3. portfolio ΧΡΗΜΑΤΟΠ (financial investments):
4. portfolio ΠΟΛΙΤ (ministerial position):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
holdings portfolio ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
industrial holdings portfolio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
portfolio of holdings ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
holding ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Beteiligung θηλ
-
- Anteil αρσ
portfolio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
holding
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.