στο λεξικό PONS
valua·tion [ˌvæljuˈeɪʃən] ΟΥΣ
1. valuation (instance):
3. valuation ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
I. gold [gəʊld, αμερικ goʊld] ΟΥΣ
II. gold [gəʊld, αμερικ goʊld] ΟΥΣ modifier (made of gold)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gold valuation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
valuation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Wertansatz αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.