στο λεξικό PONS
gold ˈbul·lion ΟΥΣ no pl
 
  
  
  
 bul·lion [ˈbʊliən, -jən, αμερικ -jən] ΟΥΣ no pl
I. gold [gəʊld, αμερικ goʊld] ΟΥΣ
II. gold [gəʊld, αμερικ goʊld] ΟΥΣ modifier (made of gold)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gold bullion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  
-  Barrengold ουδ
-  
-  Goldbarren αρσ
bullion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  
-  Barren αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
