στο λεξικό PONS
I. gen·der [ˈʤendəʳ, αμερικ -dɚ] ΟΥΣ
1. gender (male, female):
2. gender ΓΛΩΣΣ:
II. gen·der [ˈʤendəʳ, αμερικ -dɚ] ΟΥΣ modifier
Equi·ty3 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
equi·ty1 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. equity (stocks, shares):
2. equity no pl:
3. equity (right to receive dividends):
equi·ty2 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl τυπικ
1. equity (fairness, justice):
2. equity ΝΟΜ:
3. equity (neutrality):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Reinvermögen ουδ
equity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
gender equity [ˈdʒendəˌekwɪti]
-
- Gleichberechtigung (von Mann und Frau)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.