στο λεξικό PONS
eco·nom·ic co·ˈhe·sion ΟΥΣ EE
co·he·sion [kə(ʊ)ˈhi:ʒən, αμερικ koʊˈ-] ΟΥΣ no pl
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.