 
  
 I. cos·met·ic [kɒzˈmetɪk, αμερικ kɑ:zˈmet̬-] ΟΥΣ
2. cosmetic (various articles):
-  cosmetics pl
-  Kosmetika pl
-  cosmetics pl
-  
II. cos·met·ic [kɒzˈmetɪk, αμερικ kɑ:zˈmet̬-] ΕΠΊΘ
1. cosmetic (of beauty):
2. cosmetic μτφ (superficial):
cos·met·ic ˈsur·gery ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 