I. kos·me·tisch [kɔsˈme:tɪʃ] ΕΠΊΘ
1. kosmetisch (die Schönheitspflege betreffend):
2. kosmetisch μειωτ τυπικ:
II. kos·me·tisch [kɔsˈme:tɪʃ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.