στο λεξικό PONS
 
  
 cor·rec·tions [αμερικ kəˈrekʃənz] ΟΥΣ
corrections πλ αμερικ ΝΟΜ:
-  corrections τυπικ
-  
cor·rec·tion [kəˈrekʃən] ΟΥΣ
1. correction (change):
2. correction no pl (improvement):
3. correction no pl (punishment):
cor·ˈrec·tion fac·tor ΟΥΣ
cor·ˈrec·tion flu·id ΟΥΣ no pl
cor·ˈrec·tion tape ΟΥΣ no pl
house of cor·ˈrec·tion <pl houses of correction> ΟΥΣ αμερικ
forward error correction, FEC ΟΥΣ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 correction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-  
-  Korrektur θηλ
correction factor ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
 
  
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 greentime correction ΥΠΟΔΟΜΉ
correction term ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
