στο λεξικό PONS
con·ges·tion [kənˈʤestʃən] ΟΥΣ no pl
I. man·age·ment [ˈmænɪʤmənt] ΟΥΣ
1. management no pl of business:
2. management + ενικ/pl ρήμα (managers):
3. management no pl (handling):
II. man·age·ment [ˈmænɪʤmənt] ΟΥΣ modifier ΟΙΚΟΝ
management ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
management ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
congestion management ΥΠΟΔΟΜΉ
congestion ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.