στο λεξικό PONS
na·sal [ˈneɪzəl] ΕΠΊΘ
1. nasal (concerning nose):
nasal vowel ΟΥΣ
- nasal vowel ΓΛΩΣΣ
- Nasalvokal αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
nasal cavity ΟΥΣ
- nasal cavity
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- nasal cannula
- Nasenkanüle θηλ
- nasal cannula
- nasal congestion
- nasal congestion Η/Υ
- nasal discharge
- Nasensekret ουδ