nar·row-mind·ed·ness [-ˈmaɪndɪdnəs] ΟΥΣ no pl
Eng·stirn·ig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Spie·ßig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ μειωτ οικ
Pie·fig·keit <-> [ˈpi:fɪçkait] ΟΥΣ θηλ kein πλ bes. βορειογερμ μειωτ οικ
Klein·lich·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ μειωτ
1. Kleinlichkeit kein πλ (Knauserigkeit):
-
- meanness no αόρ άρθ, no πλ
2. Kleinlichkeit (Engstirnigkeit):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- narrow
- narrow a gap
- narrow boat
- narrowcast
- narrow down
- narrow-mindedness
- narrow money
- narrowness
- narrows
- narrow tube
- nary