στο λεξικό PONS
con·cili·ˈation pro·cedure ΟΥΣ ΝΟΜ
pro·cedure [prə(ʊ)ˈsi:ʤəʳ, αμερικ prəˈsi:ʤɚ] ΟΥΣ
1. procedure (particular course of action):
3. procedure ΝΟΜ:
con·cili·ation [kənˌsɪliˈeɪʃən] ΟΥΣ no pl τυπικ
1. conciliation (reconciliation):
2. conciliation (mediation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
conciliation procedure ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
conciliation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.