στο λεξικό PONS
I. com·para·tive [kəmˈpærətɪv, αμερικ -ˈperət̬ɪv] ΟΥΣ
II. com·para·tive [kəmˈpærətɪv, αμερικ -ˈperət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. comparative αμετάβλ ΓΛΩΣΣ:
2. comparative (involving comparison):
3. comparative (relative):
ad·van·tage [ədˈvɑ:ntɪʤ, αμερικ -ˈvæ:nt̬ɪʤ] ΟΥΣ
1. advantage (benefit):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
comparative advantage ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
advantage ΟΥΣ
- advantage in terms of efficiency ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Effizienzvorteil αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.