στο λεξικό PONS
col·lat·er·al ˈgua·ran·ty ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
guar·an·ty [ˈgærənti, αμερικ ˈgerənti] ΟΥΣ ΝΟΜ
1. guaranty (underwriting of debt):
2. guaranty (as security):
I. col·lat·er·al [kəˈlætərəl, αμερικ kəˈlæt̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
II. col·lat·er·al [kəˈlætərəl, αμερικ kəˈlæt̬-] ΕΠΊΘ
1. collateral (parallel):
2. collateral τυπικ (descended in different line):
3. collateral (subordinate):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
collateral guaranty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
collateral ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.