στο λεξικό PONS
Nach·bürg·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Nachbürgschaft
-
-
- Nachbürgschaft θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nachbürgschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Nachbürgschaft (Bürgschaft, bei der neben dem Hauptbürgen ein weiterer Bürge haftet)
-
-
- Nachbürgschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.