στο λεξικό PONS
co·ˈin·ci·dence cir·cuit ΟΥΣ ΗΛΕΚ
co·in·ci·dence [kəʊˈɪn(t)sɪdən(t)s, αμερικ koʊ-] ΟΥΣ
1. coincidence:
2. coincidence (agreement):
-  coincidence of events
 -  Zusammenfallen ουδ
 
cir·cuit [ˈsɜ:kɪt, αμερικ ˈsɜ:r-] ΟΥΣ
1. circuit (closed system):
4. circuit (sequence of events):
5. circuit ΝΟΜ:
-  
 -  Gerichtsbezirk αρσ <-(e)s, -e> (in dem, oft an verschiedenen Orten, regelmäßig Gerichtstage abgehalten werden)
 
-  
 -  ≈ Landgericht ουδ
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- coiffed
 - coiffeur
 - coiffure
 - coil
 - coiled
 - coincidence circuit
 - coincident
 - coincidental
 - coincidentally
 - coincident indicator
 - coining