στο λεξικό PONS
co·in·ci·dent [kəʊˈɪn(t)sɪdənt, αμερικ koʊ-] ΕΠΊΘ
1. coincident:
2. coincident (in harmony with):
- to be coincident with sth
-
I. in·di·ca·tor [ˈɪndɪkeɪtəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. indicator (evidence):
2. indicator βρετ (turning light):
3. indicator ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
4. indicator βρετ (information board):
- indicator at airport, station
-
II. in·di·ca·tor [ˈɪndɪkeɪtəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ modifier
-
- Kontrolllicht ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
coincident indicator ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- coiled
- coin
- coinage
- coin-box telephone
- coincide
- coincident indicator
- coining
- coir
- coital
- coitus
- coitus interruptus