στο λεξικό PONS
I. work·er [ˈwɜ:kəʳ, αμερικ ˈwɜ:rkɚ] ΟΥΣ
1. worker (not executive):
3. worker (insect):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
blue collar work trip ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
- Arbeitsweg des sekundären Sektors ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.