στο λεξικό PONS
dis·or·der [dɪˈsɔ:dəʳ, αμερικ -ɔ:rdɚ] ΟΥΣ
1. disorder no pl (disarray):
2. disorder ΙΑΤΡ:
3. disorder no pl (riot):
autis·tic [ɔ:ˈtɪstɪk, αμερικ ɑ:ˈ-] ΕΠΊΘ
spec·trum <pl -tra [or -s]> [ˈspektrəm, pl -trə] ΟΥΣ
1. spectrum ΦΥΣ (band of colours):
2. spectrum (frequency band):
3. spectrum μτφ (range):
4. spectrum ΠΟΛΙΤ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- authorize
- authorized
- authorized bank
- authorized capital
- authorized person
- autistic spectrum disorder
- auto
- autoantibody
- autobiographer
- autobiographical
- autobiographical memory